Γνώσεις και πρακτικές που σχετίζονται με τη καλλιέργεια, τις χρήσεις και τα παράγωγα των σπόρων των ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών της Κύπρου


Αιτητές:

Ένωση Κυπρίων Αγροτών (ΕΚΑ) – Κοινοτική Τράπεζα Σπόρων

Τμήμα Γεωργίας – Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος

Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών (ΙΓΕ)

 

Ενδιαφερόμενες κοινότητες (σχετικοί φορείς και συνεχιστές του στοιχείου):

Αγρότες/Γεωργοί/Καλλιεργητές, Ενώσεις Αγροτών, Τράπεζες παραδοσιακών σπόρων, Γεωπονικές Σχολές και Γεωπόνοι, Ινστιτούτα Γεωργικών Ερευνών, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος

  1. Ένωση Κυπρίων Αγροτών (ΕΚΑ)

    Η ΕΚΑ ιδρύθηκε στις 3 Οκτωβρίου 1946. Το ιδρυτικό Συνέδριο πραγματοποιήθηκε στο «Μαγικό Παλάτι» στην Λευκωσία, αφού προηγήθηκε Παγκύπρια Αγροτική συγκέντρωση  6,000 Αγροτών στο άνοιγμα της πλατείας Κολοκάσι στην Λευκωσία. Η ΕΚΑ έχει ως μέλη γεωργούς και κτηνοτρόφους, μελισσοκόμους, απ΄ όλους τους κλάδους της Αγροτικής Οικονομίας, σε παγκύπριο επίπεδο. Η οργανωτική της δομή αποτελείται από το Παγκύπριο Συνέδριο που συγκαλείτε κάθε 5 χρόνια, το Κεντρικό Συμβούλιο που εκλέγεται από το Συνέδριο, το Κεντρικό Εκτελεστικό Συμβούλιο, την Κεντρική Γραμματεία και το Κεντρικό Εκτελεστικό Συμβούλιο. Η Οργάνωση εκπροσωπείται από τον Γενικό Γραμματέα. Συνάμα έχει την αντίστοιχη δομή σε όλες τις επαρχίες της Κύπρου με Επαρχιακές Επιτροπές και Επαρχιακούς Γραμματείς. Έχει κλαδικές Επιτροπές όπως για τους παραδοσιακούς σπόρους, τα οπωροκηπευτικά, την αιγοπροβατοτροφία, αγελαδοτροφία, πτηνοτροφία, πατατοπαραγωγούς, ελαιοπαραγωγούς, δενδροκαλλιεργητές, αμπελουργούς, βιοκαλλιεργητές και γενικά όλους τους κλάδους της Αγροτικής Οικονομίας στοχεύοντας στην καλύτερη λειτουργία της οργάνωσης και συμβάλλοντας έτσι στα δρόμενα του πρωτογενή τομέα της Κύπρου. Η ΕΚΑ έχει βαθιές ρίζες στην ιστορία της Κύπρου με έντονη συμμετοχή σε Κοινοβουλευτικό έργο και ευρύτερα στην κοινωνία. Συμμετέχει σε οργανισμούς της Κύπρου όπως το Συμβούλιο Πατατών και σε άλλα Συμβούλια, στην Επιτροπή Αναδασμού, στη Συμβουλευτική Επιτροπή Αγροτικών Οργανώσεων και αλλού ενώ σε διεθνές επίπεδο στην WFO (Παγκύπρια Οργάνωση Αγροτών), στην  IFAP, COPA COGECA, της CEJA, και σε θεσμικά Συνδικαλιστικά Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στελέχη της ΕΚΑ διετέλεσαν μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ).

    Κοινοτική Τράπεζα Σπόρων, ΕΚΑ

    Η Ένωση Κυπρίων Αγροτών (ΕΚΑ), εμπνευσμένη από την παγκόσμια πρωτοβουλία για την προστασία, τη διατήρηση και τη διάδοση των παραδοσιακών σπόρων, ίδρυσε το 2019 την Κοινοτική Τράπεζα Σπόρων, με σκοπό τον εντοπισμό, την προστασία, τη διατήρηση και διάδοση των κυπριακών παραδοσιακών σπόρων.

  2. Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος

    Το Τμήμα Γεωργίας ιδρύθηκε το 1896 και ήταν ένα από τα πρώτα Τμήματα που δημιούργησε η Βρετανική αποικιοκρατική Κυβέρνηση. Ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην ιστορία του Τμήματος ταυτίζεται με την ανεξαρτησία της Κύπρου, το 1960, όπου το Τμήμα στελεχώθηκε με κατάλληλο επιστημονικό προσωπικό, ενώ, λίγα χρόνια αργότερα, το 1966, αναδιοργανώθηκε η Υπηρεσία Γεωργικών Εφαρμογών, η οποία, μέχρι και σήμερα, εξακολουθεί να διαδραματίζει πρωταρχικό και σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση των γεωργοκτηνοτρόφων του τόπου. Καθοριστικός ήταν, επίσης, ο ρόλος του Τμήματος στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν της Τουρκικής εισβολής, όπου το Τμήμα Γεωργίας κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια για να στηρίξει την κυπριακή γεωργία συμβάλλοντας έτσι, και αυτό, στη γρήγορη ανάκαμψή της. Αρχικά, με την ίδρυσή του, στόχος του Τμήματος ήταν η απάμβλυνση της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν ο αγροτικός κόσμος, κυρίως, μέσω της επιμόρφωσης και της καθοδήγησης των αγροτών, καθώς και μέσω της εφαρμογής διαφόρων προγραμμάτων. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε σε θέματα, όπως η εισαγωγή νέων βελτιωμένων ποικιλιών φυτών και φυλών ζώων, η καταπολέμηση φυτικών ασθενειών, η αντικατάσταση των γεωργικών εργαλείων με πιο σύγχρονα κ.ά. Σήμερα, η ενημέρωση, η εκπαίδευση, καθώς και η επαγγελματική κατάρτιση του αγροτικού κόσμου στις τελευταίες τεχνολογικές εξελίξεις και σε θέματα εναρμόνισης της κυπριακής γεωργίας με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αποτελούν τη σημαντικότερη παράμετρο της αποστολής του Τμήματος.

    Το Τμήμα Γεωργίας είναι η Αρμόδια Αρχή για την εφαρμογή του νομικού πλαισίου που διέπει την επί τόπου διατήρηση και την αειφόρο χρήση φυτικών γενετικών πόρων των γεωργικών ειδών και των λαχανικών, μέσω της καλλιέργειας και της εμπορίας τους με –:

    α) την αποδοχή για εγγραφή στον Εθνικό Κατάλογο Ποικιλιών, ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών και ποικιλιών, που καλλιεργούνται παραδοσιακά σε συγκεκριμένες περιοχές και περιφέρειες και απειλούνται με γενετική διάβρωση (παραδοσιακές ποικιλίες προς διατήρηση), και,

    β) την εμπορία των σπόρων των εν λόγω ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών προς διατήρηση.

  3. Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών (ΙΓΕ)

    Το Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών αποτελεί Τμήμα του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος. Ιδρύθηκε το 1962, μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου, σε συνεργασία με το Ειδικό Ταμείο Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών και τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας και περιήλθε στην κυριότητα της Κυβέρνησης της Κύπρου το 1967. Όραμα του Ινστιτούτου Γεωργικών Ερευνών είναι να αποτελεί πρότυπο κέντρο γνώσης και καινοτομίας και να οδηγήσει την Κύπρο σε ένα καλύτερο μέλλον ενισχύοντας την αγροτική ανάπτυξη, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής και διασφαλίζοντας την αειφόρο χρήση των φυσικών πόρων. Tο Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών διεξάγει έρευνες προς δημιουργία και μεταφορά γνώσης για την ανάπτυξη του πρωτογενούς τομέα παραγωγής και την επίλυση προβλημάτων του αγροτικού κόσμου. Τα αποτελέσματα των ερευνών διοχετεύονται στους εμπλεκόμενους φορείς μέσω σύγχρονων εκπαιδευτικών προγραμμάτων και εργαλείων διάχυσης. Η ερευνητική του δραστηριότητα ενισχύει την αγροτική ανάπτυξη και συμβάλει στη χάραξη βιώσιμης αγροτικής πολιτικής και στην προσφορά καινοτομίας.

Ινστιτούτo Γεωργικών Ερευνών (Ι.Γ.Ε.) – Εθνική Τράπεζα Σπόρων της Κύπρου: Στο ΙΓΕ στεγάζεται η Εθνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού (ΤΓΥ) η οποία ξεκίνησε τις δραστηριότητες της το 1978, με κύρια αποστολή τη συλλογή και διατήρηση σπόρων από ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες. Το ΙΓΕ διεξάγει επίσης ερευνητικές δράσεις για την επιτόπια (on farm ή in situ) διατήρηση και βελτίωση των παραδοσιακών ποικιλιών.

 

Πεδίο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς:

γνώσεις και πρακτικές για τη φύση και το σύμπαν

παραδοσιακή γεωργία και προϊόντα

κοινωνικές πρακτικές, τελετουργίες και εορταστικές εκδηλώσεις

 

Έτος εγγραφής:

2021

 

Γεωγραφική κατανομή:

Οι ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες καλλιεργούμενων φυτών και σπόρων (φρούτα, λαχανικά, σιτηρά) εντοπίζονται σήμερα σχεδόν σε όλη την αγροτική ύπαιθρο της Κύπρου, ορεινή, ημιορεινή και πεδινή.

Στην επαρχία Λευκωσίας συναντώνται κυρίως στην περιοχή Μόρφου, Σολιάς, Μαραθάσας, στην περιοχή Δευτεράς μέχρι το Παλαιχώρι και στην περιοχή Τσέρι - Ιδαλίου. Στην επαρχία Λάρνακας εντοπίζονται κυρίως στην περιοχή Κιτίου, Μαρωνίου, Καλαβασού, Ορμήδειας και Ξυλοφάγου. Στην επαρχία Αμμοχώστου ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες συναντώνται κυρίως στην περιοχή Κοκκινοχωρίων. Στην επαρχία Λεμεσού στην περιοχή Κολόσσι, Πολεμίδια, Λουβαρά, Παρεκλησιάς, Κελλακίου και Πιτσιλιάς. Στην Επαρχία Πάφου, στην περιοχή Παναγιάς, Ακάμα, Τίμης, Πόλις Χρυσοχούς, Αργάκας, Κισσόνεργας και Πύργου Τυλληρίας.

Οι ορεινές και ημιορεινές περιοχές του νησιού αποτελούν τις σημαντικότερες περιοχές διατήρησης των σπόρων των παραδοσιακών ποικιλιών της Κύπρου αφού λόγω του ανάγλυφου των περιοχών αυτών, δεν είναι εύκολη η εφαρμογή εντατικών μορφών γεωργίας ούτε και η ολοκληρωτική αντικατάστασή τους από σύγχρονες ποικιλίες ή και υβρίδια. Επιπλέον, η πληθυσμιακή διάρθρωση στις περιοχές αυτές όπου διαμένει το γηραιότερο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού της Κύπρου ευνοεί τη διατήρηση και διάδοση των γνώσεων και πρακτικών που σχετίζονται με την καλλιέργεια, τις χρήσεις και τα παράγωγα των ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών.

 

Περιγραφή:

Από την αρχαιότητα μέχρι και το πρόσφατο παρελθόν, η γεωργία αποτελούσε στην Κύπρο τον σπουδαιότερο τομέα οικονομικής δραστηριότητας των Κυπρίων, άρρηκτα συνδεδεμένη με τον τρόπο ζωής, τη διατροφή και τα έθιμα των κατοίκων του νησιού.

Κύριες καλλιέργειες της κυπριακής γεωργίας που παρέμειναν σταθερές στο πέρασμα των αιώνων είναι τα σιτηρά, τα αμπέλια, τα ελαιόδεντρα, οι χαρουπιές, τα λαχανικά, οι πατάτες και τα εσπεριδοειδή. Η Κύπρος ήταν αυτάρκης σε δημητριακά και ήδη από τα προϊστορικά χρόνια καλλιεργούσαν σιτάρι και άλλα δημητριακά. Από την αρχαϊκή περίοδο έχουμε πληροφορίες για τα διάφορα στάδια παρασκευής ψωμιού από κάποια είδη δημητριακών (Michaelides 1998). Η αξιοσημείωτη ευφορία της Κύπρου σε σιτάρι, ιδιαίτερα στην πεδιάδα της Μεσαορίας, αναδεικνύεται στις αναφορές του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού  (1788) και του Αθανάσιου Α. Σακελλαρίου (1855) αλλά και στην ακόλουθη λαϊκή ρήση:  

«Όταν  γεωρκήση η Μεσαρκά, χορταίνουν μανάδες και παιδιά,

και όταν γεωρκήση η Πήλα πεθανίσκουν που την πείνα».

Από την εμφάνιση της τέχνης της γεωργίας και γενικά της καλλιέργειας φυτών στην Κύπρο, οι κάτοικοί της ξεκίνησαν να επιλέγουν το γενετικό υλικό (ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες) που θα καλλιεργήσουν. Αυτή η επιλογή ήταν μία δυναμική διαδικασία, που εξελισσόταν και εξελίσσεται μέχρι σήμερα μέσω της αλληλεπίδρασης μεταξύ της πλούσιας βιοποικιλότητας του νησιού και των εδαφο-κλιματολογικών συνθηκών της κάθε περιοχής αλλά και μέσω της διασταύρωσης με ποικιλίες που μεταφέρονται από άλλες χώρες μέσω του εμπορίου. Επομένως, οι ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες καλλιεργήσιμων φυτών της Κύπρου είναι γενετικό υλικό που προέκυψε μέσω φυσικών και ανθρώπινων επιλογών διαμέσου των αιώνων και είναι άριστα προσαρμοσμένες στα εδαφοκλιματολογικά δεδομένα της γεωγραφικής περιοχής στην οποία καλλιεργούνται. Χαρακτηριστικά των ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών είναι η γενετική και φαινοτυπική παραλλακτικότητα. Ακριβώς αυτή η παραλλακτικότητα τους προσδίδει προσαρμοστικότητα και ανθεκτικότητα σε αβιοτικές (έντομα, ασθένειες) και βιοτικές (ξηρασία, ψηλές θερμοκρασίες) καταπονήσεις αφού ανάλογα με την πίεση που δέχονται επιλέγονται οι πιο ανθεκτικοί γενότυποι.

Η μακροχρόνια παρουσία παραδοσιακών ποικιλιών καλλιεργήσιμων φυτών σε συγκεκριμένες περιοχές της Κύπρου τις έχει συνδέσει με την ιστορία και την παράδοση του τόπου. Οι ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες έχουν συνδεθεί με καλλιεργητικές πρακτικές που σε αρκετές περιπτώσεις σήμερα έχουν εγκαταλειφθεί. Ως πριν και την ανακάλυψη και εντατική χρήση των λιπασμάτων, οι γεωργοί χρησιμοποιούσαν καλλιεργητικές πρακτικές ώστε να διατηρούν τη γονιμότητα των εδαφών τους. Τέτοιες πρακτικές ήταν π.χ. η αμειψισπορά, δηλαδή η σπορά οσπρίων την χρονιά πριν από τη σπορά σιτηρών ή η εναλλαγή μίας χρονιάς με σπορά και μίας χρονιάς χωρίς σπορά, η χλωρή λίπανση, δηλαδή καλλιέργεια ενός ψυχανθούς και ενσωμάτωση στο έδαφος ώστε να αυξηθεί η διαθεσιμότητα αζώτου, και η συγκαλλιέργεια, δηλαδή καλλιέργεια με άλλα είδη ώστε αφενός να καλύπτονται οι ανάγκες της οικογένειας σε διαφορετικά είδη φρούτων και λαχανικών και αφετέρου να μειώνεται η πίεση από έντομα και ασθένειες στις καλλιέργειες. Επίσης, πολλές καλλιεργητικές πρακτικές ήταν διαφορετικές λόγω της έλλειψης των εργαλείων και των μηχανημάτων που χρησιμοποιούνται σήμερα. Ενδεικτικά αναφέρονται τα δεμάτια και οι θημωνιές ως γεωργικές πρακτικές που συνδέονταν με τη συγκομιδή του σπόρου και του αχύρου από τα σιτηρά. Οι γεωργοί έπρεπε να διατηρήσουν σπόρους για τη σπορά της επόμενης χρονιάς. Μέσα από το πέρασμα των αιώνων αναπτύχθηκαν πρακτικές επιλογής των κατάλληλων φυτών και καρπών για την εξαγωγή και φύλαξη των σπόρων. Σε αυτή τη διαδικασία, οι γυναίκες σε πολλές περιπτώσεις είχαν πρωτεύοντα ρόλο. Οι γεωργοί κατασκεύαζαν εργαλεία που ήταν προσαρμοσμένα στις ανάγκες τους για την καλλιέργεια των ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών. Επίσης χρησιμοποιούσαν τα παράγωγα τους, εκτός από την κάλυψη των διατροφικών αναγκών ανθρώπων και ζώων και για την κατασκευή αντικειμένων. Παραδείγματος χάριν, τα καλάμια των σιτηρών χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή των τσέστων (μεγάλα, στρογγυλού σχήματος πανέρια).

Οι πρακτικές που εφαρμόζονταν για την καλλιέργεια των ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών είχαν αντίκτυπο και στη διαχείριση και διαμόρφωση του τοπίου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατασκευή ξερολιθιών/δομών, κυρίως στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές του νησιού. Η κατασκευή τους επέτρεπε την καλύτερη εκμετάλλευση του εδάφους και την αξιοποίηση των πόρων που είχαν οι κάτοικοι στη διάθεση τους. Άλλες χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι τα πετραύλακα και τα λαγούμια για τη διαχείριση και εκμετάλλευση του νερού και τα αλώνια για το αλώνισμα των σιτηρών. Η τέχνη της ξερολιθιάς εγγράφθηκε στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας το 2018.

Η διατροφή των ανθρώπων και ζώων, ως και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην οικογενειακή παραγωγή και στην εμπορία προϊόντων από άλλες κοινότητες για είδη τα οποία δεν μπορούσαν να παραχθούν σε συγκεκριμένες περιοχές λόγω των κλιματικών συνθηκών. Η παραγωγή βασιζόταν στις ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες, τα προϊόντα των οποίων διέφεραν σημαντικά σε σχέση με τα σημερινά γεωργικά προϊόντα ως προς τα σχήματα, τα αρώματα, τις γεύσεις και τη διατηρησιμότητα. Είναι οι σπόροι και τα προϊόντα των ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών που αποτέλεσαν τη βάση αυτού που ονομάζουμε σήμερα Μεσογειακή διατροφή και η οποία συμπεριλήφθηκε στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας το 2013. Βασικά στοιχεία της διατροφής των Κυπρίων ήταν τα όσπρια, το ψωμί και άλλα προϊόντα από το σκληρό σιτάρι. Οι ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες «Κυπερούντα» και «Μαυροθέρι» ήταν γνωστές για την παρασκευή ψωμιού. Ορισμένες περιοχές απέκτησαν φήμη λόγω της προσαρμοστικότητας των ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών στο κλίμα της περιοχής. Για παράδειγμα, η περιοχή της Ζώδιας ήταν γνωστή για την παραγωγή εξαιρετικής ποιότητας πεπονιών (π.Χ Κοκκίνι) και καρπουζιών. Η περιοχή του Αγίου Αμβροσίου Κερύνειας παρήγαγε χρυσόμηλα ευρείας φήμης από ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες (π.χ. Κοκκινούθκια, Διπλά). Επίσης, κάποιες παραδοσιακές ποικιλίες έχουν συνδεθεί με την καλλιέργεια τους σε μία περιοχή με πιο γνωστό παράδειγμα τα Αγγούρια της Χλώρακας.

Τα ήθη, τα έθιμα και η παράδοση έχουν συνδεθεί με τις πρακτικές καλλιέργειας και γνώσεις των ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών. Ως παράδειγμα αναφέρονται τα ποθέρκα, τα οποία συνδέονταν με το τέλος του θερισμού και ο χορός του δρεπανιού που συνδέεται με τον θερισμό. Επίσης ποιήματα και δίστιχα αναφέρονται σε πρακτικές και γνώσεις ή και στις ίδιες τις ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες.

Παρατίθεται ως παράδειγμα το ακόλουθο δίστιχο:

«Επήα έξω τζι άρκησα τζ’ ήρτα το μεσημέρι τζ’ έβαλα με τζιαι θέριζα σιτάρι μαυροθέρι»

 (Καντζιηλάρης, 2007).

Οι ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες επιβίωσαν για αιώνες στην Κύπρο, άντεξαν στις συνεχείς αλλαγές του περιβάλλοντος και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο καθημερινό διαιτολόγιο των κατοίκων της Κύπρου. Η γνώση και οι τεχνικές καλλιέργειας, χρήση και παράγωγα των παραδοσιακών ποικιλιών μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, από χωράφι σε χωράφι, από σπίτι σε σπίτι, και από κοινότητα σε κοινότητα. Οι ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες και οι γνώσεις και πρακτικές που συνδέονταν με αυτές έπαιξαν, και συνεχίζουν να παίζουν σε κάποιο βαθμό, σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητας της κάθε περιοχής και στη δημιουργία του αισθήματος της ανάγκης για διατήρηση και συνέχιση αυτής της παράδοσης. Αυτό αναδεικνύεται με την ύπαρξη πληθώρας λαογραφικών και ιστορικών κειμένων που αναφέρονται σε αυτό το κομμάτι της παράδοσης μας. Επίσης αναδεικνύεται μέσω της επαφής και επικοινωνίας με τους γηραιότερους ανθρώπους της κυπριακής υπαίθρου, που μεταφέρουν με περηφάνια τις εμπειρίες και τα βιώματα τους.

Στη σημερινή εποχή, ως αποτέλεσμα της αστικοποίησης, της γήρανσης του πληθυσμού στις ορεινές και ημιορεινές κοινότητες και της επικράτησης της εντατικής γεωργίας με συστηματική χρήση λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, μοντέρνων ποικιλιών και υβριδίων, οι παραδοσιακές ποικιλίες έχουν εγκαταλειφθεί και σε μεγάλο βαθμό χαθεί. Μαζί τους χάνεται και σημαντικό μέρος των γνώσεων και πρακτικών που συνδέονται με αυτές. Ο κίνδυνος είναι σημαντικότερος και πιο άμεσος για τους σπόρους, αφού οι σπόροι των ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών χάνονται αν σταματήσει η καλλιέργεια τους, εκτός και αν διατηρηθούν από κάποια Τράπεζα Γενετικού Υλικού. Ελάχιστες παραδοσιακές ποικιλίες έχουν επιβιώσει στις μέρες μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το «κυπριακό λουβί» το οποίο όχι μόνο δεν υποχώρησε όλα αυτά τα χρόνια στην πίεση του ανταγωνισμού και της επικερδότητας, αλλά αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό που σχεδόν όλοι οι κύπριοι και ξένοι που διαμένουν στο νησί, το έχουν ψηλά στις προτιμήσεις τους.

Η προσπάθεια για την καταγραφή, συλλογή, διάσωση και διάδοση των σπόρων των παραδοσιακών ποικιλιών της Κύπρου αποτελεί μέρος του παγκόσμιου κινήματος, στο οποίο συμμετέχουν αγρότες, επιστήμονες και καταναλωτές, για την ελευθερία των σπόρων, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και των παραδοσιακών ποικιλιών της κάθε χώρας αλλά και για τη διάσωση και αξιοποίηση γνώσεων και αειφόρων γεωργικών πρακτικών.

Στην Κύπρο, στο Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών στεγάζεται η Εθνική Τράπεζα Γενετικού Υλικού (ΤΓΥ) η οποία ξεκίνησε τις δραστηριότητες της το 1978, με κύρια αποστολή τη συλλογή και διατήρηση σπόρων από ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες. Το ΙΓΕ διεξάγει επίσης ερευνητικές δράσεις για την επιτόπια (on farm ή in situ) διατήρηση και βελτίωση των παραδοσιακών ποικιλιών. Η Τράπεζα Γενετικού Υλικού του Ινστιτούτου διαθέτει μία σημαντική συλλογή από σπόρους παραδοσιακών ποικιλιών σιτηρών, οσπρίων, κτηνοτροφικών φυτών και λαχανικών που μαζεύτηκαν τα τελευταία 40 χρόνια. Μέσω των δραστηριοτήτων της Τράπεζας του Ινστιτούτου εντοπίστηκαν, καταγράφηκαν και διατηρούνται σε ψυγεία μεγάλος αριθμός ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών σιτηρών, ψυχανθών, κτηνοτροφικών φυτών και λαχανικών. Παράλληλα το Ινστιτούτο διατηρεί ζωντανές συλλογές από παραδοσιακές ποικιλίες δενδρωδών ειδών όπως η ελιά, το αμπέλι, η ροδιά και το χαρούπι. Πολύ σημαντική είναι η έρευνα που διαχρονικά γίνεται στο Ινστιτούτο για τις ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες και περιλαμβάνει το γενετικό, μορφολογικό και χημικό χαρακτηρισμό τους καθώς και την εφαρμογή πρωτοποριακών μεθόδων βελτίωσης για εντοπισμό και προώθηση του πιο κατάλληλου γενετικού υλικού στους γεωργούς. Το Ινστιτούτο συμβάλει επίσης στην εκπαίδευση γεωργών, κοινωνικών συνόλων και ατόμων που ενδιαφέρονται για τη διατήρηση και καλλιέργεια ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι πρώτες συλλογές σπόρων από παραδοσιακές ποικιλίες έγιναν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα από το Ρώσσο επιστήμονα Vavilov και διατηρούνται μέχρι σήμερα στην Τράπεζα Γενετικού Υλικού της Αγίας Πετρούπολης. Επιπλέον, το ΙΓΕ διεξάγει έρευνα και έχει αναπτύξει ειδικά επιστημονικά πρωτόκολλα για τις καλύτερες πρακτικές διατήρησης και βελτίωσης των παραδοσιακών ποικιλιών ώστε να αξιοποιείται το μικροπεριβάλλον κάθε καλλιεργητή και να αντιμετωπίζονται οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην παραγωγή.

Επιπλέον, η Ένωση Κυπρίων Αγροτών (ΕΚΑ), εμπνευσμένη από την παγκόσμια πρωτοβουλία για την προστασία, τη διατήρηση και τη διάδοση των παραδοσιακών σπόρων, ίδρυσε το 2019 την Κοινοτική Τράπεζα Σπόρων, με σκοπό τον εντοπισμό, την προστασία, τη διατήρηση και διάδοση των κυπριακών παραδοσιακών σπόρων. Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί, συλλεχθεί και παραδοθεί στο Ινστιτούτo Γεωργικών Ερευνών – Εθνική Τράπεζα Σπόρων της Κύπρου:  1) το παραδοσιακό ρεπάνι (ρεπάνι ή ραπάνι, μονοετές ή διετές φυτό του γένους Ράφανος που ανήκει στην οικογένεια των Κραμβοειδών), τα κοτσίννια (ποικιλία καρπουζιού, ιδιαίτερα ξακουστή για την εξαιρετική τους γεύση και γλυκάδα, φημίζονταν για τη νοστιμιά, το σχήμα, την αφή και το χρώμα τους), και τα πεπόνια της Ζώδιας (ποικιλία πεπονιών, γνωστή σε ολόκληρη την Κύπρο), σπόρους καρπουζιών και λουβιών που καλλιεργούνται άνεδρα (χωρίς νερό) και βαμβάκι, που δεν υπήρχαν στην Εθνική Τράπεζα Σπόρων μέχρι τότε. Μέχρι σήμερα, στην Κοινοτική Τράπεζα Παραδοσιακών Σπόρων της ΕΚΑ έχουν συλλεχθεί 150 παραδοσιακοί σπόροι της Κύπρου. Μέσω της Κοινοτικής Τράπεζας ο/η κάθε ένας/μία, υπογράφοντας ένα συμβόλαιο με την τράπεζα, μπορεί να πάρει και να καλλιεργήσει κυπριακούς σπόρους, χωρίς οποιαδήποτε οικονομική επιβάρυνση. Μοναδική του/της υποχρέωση είναι να επιστρέφει στην τράπεζα μερικούς σπόρους από τους καρπούς που θα καλλιεργήσει, ούτως ώστε να ανανεώνονται τα αποθέματα της τράπεζας. Παράλληλα, μέσω αυτού του προγράμματος δύναται να μάθουν και τα παιδιά που μεγαλώνουν στις πόλεις για τους σπόρους και τη σημασία της γεωργίας.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, παρατηρούνται αρκετές επιστημονικές δραστηριότητες που στόχο έχουν τη διατήρηση των ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών, και των πρακτικών και γνώσεων που συνδέονται με αυτές. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών συμμετέχει στο σημαντικό Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ορίζοντα 2020 DIVERSIFOOD http://www.diversifood.eu/, το οποίο συντονίζεται από την Γαλλία με την συμμετοχή Μεσογειακών και άλλων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην ιστοσελίδα του προγράμματος υπάρχει πλούσια καταγραφή σχετικών περιπτώσεων και χρήσεων προϊόντων από παραδοσιακές ποικιλίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης αναφέρεται η συγγραφή και δημοσίευση από το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα φυτικών γενετικών πόρων (ECPGR)των αρχών για διατήρηση και διαχείριση των ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών: ECPGR 2017, Concept for on-farm conservation and management of plant genetic resources for food and agriculture.

Αναφορές για την ανάγκη διατήρησης των ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών και των γνώσεων και πρακτικών που συνδέονται με αυτές υπάρχουν και στις διατάξεις διεθνών Συμβάσεων όπως στη Διεθνή Σύμβαση για τους Φυτικούς Γενετικούς Πόρους για τα Τρόφιμα και τη Γεωργία της FAO. Πολύ σημαντικό στοιχείο είναι επίσης η συμπερίληψη στους στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ που έχουν υιοθετηθεί από το 2015 από 193 κράτη-μέλη, περιλαμβανομένης της Κύπρου, δράσεων που σχετίζονται με τις διατροφικές συνήθειες και τη βιωσιμότητα των συστημάτων διατροφής και παραγωγής, καθώς και της ενδυνάμωσης των γυναικών και αγροτισσών ειδικότερα.

Τέλος, τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την «αστική καλλιέργεια» και τη δημιουργία αστικών και σχολικών κήπων και λαχανόκηπων. Ως αποτέλεσμα, οι ανάγκες για επιμόρφωση και ενημέρωση τόσο των εκπαιδευτικών, των μαθητών και μαθητριών όσο και των απλών πολιτών είναι ιδιαίτερα αυξημένες. Οι γνώσεις και οι πρακτικές που σχετίζονται με τη συλλογή, διατήρηση και καλλιέργεια των σπόρων παραδοσιακών ποικιλιών αποτελούν διδακτικό αντικείμενο της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Τα σχολικά προαύλια και οι σχολικές ταράτσες αποτελούν κατάλληλους χώρους για τη δημιουργία «αστικών κήπων», προωθώντας με τον τρόπο αυτό τη βιωματική πρακτική απόκτηση γνώσεων βιολογίας και οικολογίας, συμπεριλαμβανομένης της γνώσης για τη φύτευση και την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών καρπών.

 

Ενδεικτική βιβλιογραφία:

Αρχιμανδρίτης Κυπριανός (1788 [1971]), Ιστορία Χρονολογική της Νήσου Κύπρου, Εκδόσεις Παλιγγενεσίας: Λευκωσία.

Ιωνάς Ι. (2001), Τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧΧΧVΙΙ: Λευκωσία.

Καντζιηλάρης Γ.Ν. (2007), Το Καϊμακλί μέσα από το πέρασμα του χρόνου. Έκδοση Νέας Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Καϊμακλιού: Λευκωσία.

Κυπρή Θ. - Πρωτοπαπά Κ. Α. (2003), Παραδοσιακά ζυμώματα της Κύπρου. Η χρήση και η σημασία τους στην εθιμική ζωή, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, ΧVIII: Λευκωσία.

Κυπριανού Θ. Χ. (2003), Το σιτάρι, Λαογραφική Κύπρος, 33, σσ. 64-69.

Κυρατζής, Α. (2011, Απρίλιος-Ιούνιος), Εντοπισμός, συλλογή και διατήρηση ντόπιων παραδοσιακών ποικιλιών λαχανικών, Αγρότης, σσ. 17-18.

Κυρατζής Α. (2014, Οκτώβριος-Δεκέμβριος), Ντόπιες παραδοσιακές ποικιλίες σιτηρών. Αγρότης, σσ 23-29.

Παπαστυλιανού, Ι. (2004, Ιούλιος-Σεπτέμβριος), Επανέρχονται οι παραδοσιακές ποικιλίες ντομάτας, Αγρότης, σσ 54-55Παπαχαραλάμπους Γ. Χ. (1965), Κυπριακά ήθη και έθιμα, Δημοσιεύματα Εταιρείας Κυπριακών Σπουδών, 3: Λευκωσία.

Πρωτοπαπά Κ. (2009), Τα έθιμα της γέννησης στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου, Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, XLIX: Λευκωσία.

Σακελλάριος Α. Α. (1855), Τα Κυπριακά: Ήτοι πραγματεία περί Γεωγραφίας, Αρχαιολογίας, Στατιστικής, Ιστορίας, Μυθολογίας και Διαλέκτου της Κύπρου. τ. 1, Εκ της Τυπογραφίας Ιω. Αγγελόπουλου: Εν Αθήναις.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2002), Ποικιλίες πατατών και ειδικές χρήσεις τους, Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2005α), Η καλλιέργεια της ελιάς, Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2005β), Η καλλιέργεια της πατάτας, Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2006α), Η θρεπτική αξία των ρεβιθιών και συνταγές μαγειρέματος, Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2006β), Η καλλιέργεια της φουντουκιάς, Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2009α), Βιολογική καλλιέργεια εσπεριδοειδών, Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2009β), Η καλλιέργεια της αγγουριάς, Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2009γ), Η καλλιέργεια του λουβιού, Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2010), Διατήρηση ελιών και παρασκευάσματα από ελιές, Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2011), Θρεπτική αξία των προϊόντων της ελιάς και η σημασία τους στη Μεσογειακή Διατροφή και την Ανθρώπινη Υγεία. Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2012α), Η παραδοσιακή καλλιέργεια των σιτηρών στην Κύπρο, Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2012β), Υποκείμενα και ποικιλίες εσπεριδοειδών στην Κύπρο. Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2013α), Η καλλιέργεια της ροδιάς. Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2013β), Το ημερολόγιο του εσπεριδοκαλλιεργητή. Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2014α), Ομάδες και Οργανώσεις Παραγωγών. Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2014β), Υποκείμενα φυλλοβόλων δέντρων. Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2016α), To ημερολόγιο του καλλιεργητή φυλλοβόλων οπωροφόρων δέντρων. Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2016β), Η καλλιέργεια της αμυγδαλιάς. Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2016γ), Η καλλιέργεια της φραγκοσυκιάς. Λευκωσία.

Τμήμα Γεωργίας, Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (2016δ), Η καλλιέργεια της χαρουπιάς. ΥΓΦΠΠ: Λευκωσία.

Ξιουρή, Σ. (2015), Το χωριό Άγιος Αμβρόσιος Κερύνειας. Λευκωσία.

Bennett E. (1973). Wheats of the Mediterranean basin. In: Frankel OH (ed.) Survey of crop genetic resources in their centers of diversity. Rome: FAO; pp. 1-8.

Carillo, P., Kyratzis, A., Kyriacou, M.C., Dell’Aversana, E., Fusco, G.M., Corrado, G., Rouphael, Y. (2020), Biostimulatory Action of Arbuscular Mycorrhizal Fungi Enhances Productivity, Functional and Sensory Quality in ‘Piennolo del Vesuvio’ Cherry Tomato Landraces. Agronomy. 10:911.

Della A, Farias RM, Josephides C. (1980), Barley and durum wheat in Cyprus. Plant Genet Resour Newsl. 43, pp.2-6.

Dwivedi, S.; Goldman, I.; Ortiz, R. (2019), Pursuing the potential of heirloom cultivars to improve adaptation, nutritional and culinary features in a changing climate. Preprints 2019, 2019060022 (doi: 10.20944/preprints201906.0022.v1).

Fasoula, D.A. (2011), An overlooked cause of seed degradation and its implications in the efficient exploitation of plant genetic resources. Plant Genetic Resources: Characterization and Utilization, 9(2), pp.321-323. (doi:10.1017/S1479262111000219).

Fasoula, D.A. (2012), Nonstop selection for high and stable crop yield by two prognostic equations to reduce yield losses. Agriculture, 2, pp. 211-227. (doi:10.3390/ agriculture2030211).

Fasoula D.A., Ioannides I.M. and Omirou M. (2020), Phenotyping and Plant Breeding: Overcoming the Barriers. Front. Plant Sci. 10:1713. (doi:10.3389/fpls.2019.01713).

Flaksberger C. (1927). Report on the liguleless durum wheats of the island of Cyprus. The Cyprus Agricultural Journal. 22, pp.71-74.

Hadjichristodoulou A, Della A. Genetic diversity in Cyprus. (1976). Plant Genet Resour Newsl. 32, pp.8-15.

Kavadia A., Omirou M., Fasoula A.D., Trajanoski S., Andreou E., Ioannides M.I. (2020), Genotype and soil water availability are shaping the composition of AMF communities at chickpea early growth stages. Applied Soil Ecology (https://doi.org/10.1016/j.apsoil.2019.103443).

Kyratzis, A.C., Nikoloudakis, N., Katsiotis, A. (2019), Genetic variability in landraces populations and the risk to lose genetic variation. The example of landrace “Kyperounda” and its implications for ex situ conservation. PLoS ONE. 14(10): e0224255.

Kyriacou, C.M., Ioannidou, S., Nikoloudakis, N., Seraphides, N., Papayiannis, L.C., Kyratzis, A.C. (2020), Physicochemical characterization and trait stability in a genetically diverse ex situ collection of pomegranate (Punica granatum L.) germplasm from Cyprus. Scientia Horticulturae. 109116.

Kyriacou, M.C., Rouphael, Y. (2018), Towards a new definition of quality for fresh fruits and vegetables. Scientia Horticulturae. 234, pp.463-469.

Maxted, N. et al. (2012), Current and future threats and opportunities facing European Crop Wild Relative and Landrace diversity. In: N. Maxted et al. (eds.) Agrobiodiversity Conservation, pp 333-353.

Michaelides, D. (1998), Food in Ancient Cyprus In: Lysaght, P. (ed.) Food and the Traveller. Migration, Immigration, Tourism and Ethnic Food, Proceedings of the 11th Conference of the International Commission For Ethnological Food Research, Cyprus, June 8-14, 1996, Nicosia, p.22-43.

Negri V., D.Α. Fasoula, M. Heinonen, V. Holubec, M. Musayev, G. Spataro, M. Vetelainen, R.Vogel. (2012), European On-farm conservation activities: an update from six countries. In: N. Maxted, N. et al. (eds.) Agrobiodiversity Conservation, pp. 327-332.

Newton et al., (2010), Cereal landraces for sustainable agriculture. A review Agron. Sustain. Dev. 30, pp. 237–269.

Omirou M., Fasoula D.Α., I.M. Ioannides. (2016), Bradyrhizobium inoculation alters indigenous AMF community assemblages and interacts positively with AMF inoculum to improve cowpea performance. Applied Soil Ecology, 108, pp.381-389.

Omirou M, Ioannides IM and Fasoula DA. (2019), Optimizing Resource Allocation in a Cowpea (Vigna unguiculata L. Walp.) Landrace Through Whole-Plant Field Phenotyping and Non-stop Selection to Sustain Increased Genetic Gain Across a Decade. Front. Plant Sci. 10:949. doi: 10.3389/fpls.2019.00949.

Parisinos J. (1965), Breeding cereal varieties in Cyprus. Talk given during a seminar at the Agricultural Research Institute. Nicosia: Archives of the Agricultural Research Institute.

Rizopoulou-Egoumenidou Euphrosyne (2010), Food at Cultural Crossroads: Dietary Habits in Cyprus under Ottoman Rule (1570-1878) as Perceived by Foreign Travellers, In: Patricia Lysaght (ed.) in collaboration with Ann Helene Bolstad Skjelbred, Food and Meals at Cultural Crossroads, Proceedings of the 17th Conference of the International Commission for Ethnological Food Research, Oslo, Norway, (September 15-19, 2008), Novus Press: Oslo 2010, p. 56-71.

Vavilov NI. (2009), Geographical regularities in the distribution of the genes of cultivated plants. Comp Cytogenet. 3(1), pp.71-78.

Villa TCC, Maxted N, Scholten M, Ford-Loyd B. (2005), Defining and identifying landraces. Plant Genet Resour. 3(3), pp.373-384.

Zeven AC, Waninge J. (1989), The presence of three groups of Scalavatis and other hexaploid bread wheat plants contaminating durum wheat fields in Cyprus. Euphytica. 43, pp.117-124.

 

Ιστοσελίδες:

 

Τμήμα Γεωργίας:

http://www.moa.gov.cy/moa/da/da.nsf/index_gr/index_gr?OpenDocument

 

Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών:

http://www.moa.gov.cy/moa/ari/ari.nsf/index_gr/index_gr?opendocument

 

Ιστοσελίδα Τράπεζας Γενετικού Υλικού Αγίας Πετρούπολης:

http://www.vir.nw.ru/en/

 

Ιστοσελίδα της Διεθνούς Σύμβασής για τους Φυτικούς Γενετικούς Πόρους για τα Τρόφιμα και τη Γεωργία:

http://www.fao.org/plant-treaty/en/

 

Ιστοσελίδα του Ευρωπαϊκού προγράμματος για τους Φυτικούς Γενετικούς πόρους:

https://www.ecpgr.cgiar.org/

 

Ιστοσελίδα ερευνητικού προγράμματος DIVERSIFOOD:

http://www.diversifood.eu/project/

 

Εικονικό Μουσείο Κυπριακών Τροφίμων και Διατροφής:

http://foodmuseum.cs.ucy.ac.cy/web/guest/home

 

Παρουσιάσεις στα ΜΜΕ / Youtube:

«Τράπεζα σπόρων επιχειρούν να ιδρύσουν οι Κύπριοι αγρότες» / Τομές στα Γεγονότα, 29 Αυγούστου 2019

https://www.youtube.com/watch?v=asrj9AKDGCE

 

Επικοινωνία:

Παναγιώτης Χάμπας

Γενικός Γραμματέας ΕΚΑ

Email: eka.agroton@cytanet.com.cy